νεφοποίητος

νεφοποίητος
νεφο-ποίητος, ον,
A made of clouds, Dam.Isid.69.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεφοποίητος — νεφοποίητος, ον (Α) κατασκευασμένος από σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • νεφοποίητον — νεφοποίητος made of clouds masc/fem acc sg νεφοποίητος made of clouds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”